«Βαμπίρ» ενέργειας τα ελληνικά ακίνητα! Στην Ελλάδα των 8 εκατ. κτιρίων και διαμερισμάτων, από τα οποία τα 4 εκατ. είναι κατοικίες, το 80% είναι ενεργειακά αθωράκιστο.
Δίχως την κατάλληλη μόνωση και χωρίς οικονομικούς τρόπους θέρμανσης και ψύξης, τα παλαιά ελληνικά ακίνητα χρειάζονται πολλαπλάσια ενέργεια χειμώνα – καλοκαίρι, φουσκώνοντας τους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τους ειδικούς, ξοδεύουμε τέσσερις φορές περισσότερη ενέργεια για τη θέρμανση και ψύξη ενός ακινήτου κατηγορίας Η’ (τα περισσότερα ακίνητα που χτίστηκαν έως το 1980) από ό,τι χρειάζονται τα σύγχρονα ακίνητα της τελευταίας 5ετίας.
Αν και υπάρχουν πολύ τρόποι να βελτιώσει κάποιος την ενεργειακή απόδοση του ακινήτου του, η εξοικονόμηση ενέργειας επιτυγχάνεται σε ποσοστό έως 65% από τη θερμομόνωση του κτιρίου, σημείο που τα ελληνικά ακίνητα φαίνεται να υπολείπονται σημαντικά. Ενα σημαντικό πρόβλημα, ειδικά τώρα που οι λογαριασμοί ρεύματος και φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί σε επίπεδα που δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει η μέση ελληνική οικογένεια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Περιβάλλοντος & Ενέργειας, τα νεόδμητα κτίρια, μετά το 2010, μόλις στο 1,5% διαθέτουν τις απαραίτητες ιδιότητες ενός ενεργειακού κτιρίου. Οι ειδικοί τονίζουν ότι, στο θέμα της θερμομόνωσης, η Ελλάδα είναι σχεδόν 40 χρόνια πίσω από τις ανεπτυγμένες χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης.
Αν και τα προγράμματα «Εξοικονομώ» έχουν ολοκληρώσει αρκετούς κύκλους και, παρά την υψηλή συμμετοχή, δεν αρκούν για να αλλάξει δραστικά η εικόνα στο ελληνικό απόθεμα ακινήτων που σε μεγάλο βαθμό παραμένουν ενεργειακά αθωράκιστα.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2012 που αναφέρει η έκθεση «μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την κινητοποίηση επενδύσεων ανακαίνισης του αποτελούμενου από κατοικίες και εμπορικά κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά, εθνικού κτιριακού αποθέματος», τα ακίνητα ευθύνονται σε ποσοστό 45% για τη συνολική εγχώρια κατανάλωσης ενέργειας. Ειδικότερα, οι κατοικίες, δηλαδή τα νοικοκυριά, αποτελούν έναν από τους πλέον σημαντικούς καταναλωτές ενέργειας, το 83,68% του συνολικού αριθμού της ποσότητας του κτιριακού αποθέματος.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην αυξημένη κατανάλωση ενέργειας είναι η παλαιότητα των κτιρίων. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το 55% των κτιρίων κατοικίας έχει κατασκευαστεί πριν το 1980, δηλαδή δεν έχει την απαραίτητη θερμική προστασία, όπως νοείται το 2022, ενώ η κρίση των Μνημονίων και περιόρισε τις νέες κατασκευές μετά το 2010 και όσα τελικά χτίστηκαν δεν είχαν την απαραίτητη ενεργειακή θωράκιση. Συγκεκριμένα, τις ελάχιστες απαιτήσεις του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΚΕνΑΚ) πληροί μόλις το 1,5% του συνολικού αποθέματος κανονικών κατοικιών.
Καθώς τα ενεργειακά πιστοποιητικά είναι πλέον απαραίτητα για τη χρήση ενός ακινήτου, ενδιαφέρον έχει ότι το 83,82% των κτιρίων που έχουν κατασκευαστεί πριν τη δεκαετία του ’80 είναι κατηγορίας Η’, ενώ τα κτίρια που κατασκευάστηκαν μέχρι και το 2010 ήταν κάπως καλύτερα, με τα περισσότερα να μπαίνουν στις κατηγορίες Γ’ ή Δ’. Πολύ μακριά από όσα ζητά ο σχεδιασμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με άμεση επίπτωση τα νοικοκυριά να σπαταλούν περισσότερη ενέργεια για να ζεσταθούν ή να δροσιστούν, χειμώνα και καλοκαίρι. Αν και το κράτος έχει δώσει αρκετές επιδοτήσεις μέσα από τα διάφορα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί, τα αποτελέσματα θα φανούν στην επόμενη απογραφή κτιρίων το 2032…